αριβάρω

αριβάρω
(λ. ιταλ.), -ισα, καταφθάνω, καταπλέω: Όπου να 'ναι αριβάρει ο φίλος μας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αριβάρω — αριβάρω, αριβάρισα βλ. πίν. 55 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αριβάρω — 1. καταπλέω, φθάνω κάπου 2. πηγαίνω κάπου χωρίς να με περιμένουν, εμφανίζομαι ανεπιθύμητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. arrivare «φθάνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”